Τα συγκεκριμένα τεστ είναι σημαντικά σε περίπτωση έξαρσης της νόσου, λόγω της ταχύτητας έκδοσης του αποτελέσματος (10 – 15 λεπτά) και του χαμηλού κόστους, σε σύγκριση με την PCR μέθοδο. Έχουν αρκετά μεγάλη ειδικότητα και ευαισθησία ως προς την επιλεκτική ανίχνευση μόνο των αντισωμάτων , έναντι του SARS-CoV-2. Είναι σημαντικά επικουρικά τεστ και θα πρέπει να διαθέτουν πιστοποίηση CE για να μπορούν να κυκλοφορήσουν στην ΕΕ. Το δείγμα που χρησιμοποιείται στο αναφερόμενο τεστ είναι ορός, πλάσμα ή ολικό αίμα.
Οι ανοσοδοκιμασίες αυτές είναι δύο τύπων:
- Τα ποιοτικά διαγνωστικά τεστ, που το αποτέλεσμα είναι θετικό ή αρνητικό, και
- Τα ποσοτικά τεστ, που προσδιορίζεται η συγκέντρωση ή αλλιώς ο τίτλος, των αντισωμάτων στο δείγμα.
Το τεστ ανιχνεύει ταυτόχρονα αντισώματα Μ και αντισώματα G κατά του COVID-19.
Τα αντισώματα Μ αναπτύσσονται σχετικά σύντομα στο αίμα του ασθενή σε διάστημα μερικών ημερών από την μόλυνση (3-7 ημέρες), με κορύφωση στις 10-14 ημέρες.
Τα αντισώματα G αναπτύσσονται παράλληλα και στη συνέχεια και παραμένουν στον ανθρώπινο οργανισμό για άγνωστο ως τώρα χρονικό διάστημα. Από τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι ξεκάθαρο, κατά πόσο άτομα που έχουν αναρρώσει από COVID-19, αποκτούν πλήρη ανοσία και για πόσο χρονικό διάστημα είναι προστατευμένοι.
Τα γρήγορα αυτά τεστ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως στο μοναδικό κριτήριο για τη διάγνωση λοιμώξεων 2019-nCoV.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε και τα ποσοστά των διασταυρούμενων αντιδράσεων που παρατηρούνται στην κατηγορία αυτών τεστ, όπου εμφανίζεται ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα γιατί το άτομο έχει αναπτύξει στο παρελθόν αντισώματα από λοιμώξεις που οφείλονται στους γνωστούς ενδημικούς κορωνοϊούς που προϋπήρχαν του νέου στελέχους.
Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων πρέπει να είναι πολύ προσεκτική δεδομένου του μεγάλου χρόνου επώασης της συγκεκριμένης νόσου και μόνο από Εξειδικευμένους Ιατρούς.
Αρνητικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει και μη μολυσμένος ασθενής εάν δεν έχει παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα από την μόλυνση. Ο χειρισμός του δείγματος πρέπει να γίνεται – όπως σε όλα τα εργαστηριακά δείγματα – ως δυνητικό παθογόνο και η λήψη των ύποπτων δειγμάτων θα πρέπει να γίνεται πάντα τηρώντας όλα τα μέτρα αυξημένης προστασίας που καθορίζει ο ΕΟΔΥ.